αρνίτσι
(ουσ. ουδ.)
αρνίτσι
[arˈnitsi]
Σίλατ.
αρνίdζι
[arˈnitsi]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. ἀρνίτσιν.
Μόνο σε άσμ., αρνί
:
|| Ασμ.
Δεν κλαίω χίλια πρόβατα και πεντακόσια αρνίτσια
μόν’ κλαίω τ’ αμπελιού μ’ καρπό, χιλιών λιτρών πιθάρι (Δεν κλαίω χίλια πρόβατα και πεντακόσια αρνάκια
μόνο κλαίω του αμπελιού μου τον καρπό, χίλιων λιτρών πιθάρι) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ. Διν κλαίω χίλια πρόβατα και πεdαζά αρνίdζα (Δεν κλαίω τα χίλια πρόβατα και τα πεντακόσια αρνάκια) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αρνί, γουζί, πρόβατο
μόν’ κλαίω τ’ αμπελιού μ’ καρπό, χιλιών λιτρών πιθάρι (Δεν κλαίω χίλια πρόβατα και πεντακόσια αρνάκια
μόνο κλαίω του αμπελιού μου τον καρπό, χίλιων λιτρών πιθάρι) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ. Διν κλαίω χίλια πρόβατα και πεdαζά αρνίdζα (Δεν κλαίω τα χίλια πρόβατα και τα πεντακόσια αρνάκια) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αρνί, γουζί, πρόβατο