ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρνί (ουσ. ουδ.) αρνί [arˈni] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. αρνίχ' [arˈnix] Ουλαγ. αρνίγ̑' [arˈniʝ] Αξ., Ουλαγ., Τροχ. Μεσν. ουσ. ἀρνί από το αρχ. ἀρνίον, υποκορ. του ἀρήν. O τύπ. αρνίγ', αρνίχ' αναλογ. από την γεν. αρνιγιού.
Πρόβατο ό.π.τ. : Αρνιγιού κιριάς (Αρνήσιο κρέας) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Tάγαν το ένα αρνί (Του έταξαν ένα αρνί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Απ' ντα πρόγαδα, απ' τα αρνιά σ̑άνιξαμ' κάπα (Απ' τα πρόβατα, απ' τα αρνιά φτιάχναμε κάπα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σφάξε 'να αρνίγ̑' ας φάγω λίγο κιριάς (Σφάξε ένα αρνί για να φάω λίγο κρέας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντου Πάσκα σάγουμ' ντ' αρνιά (Το Πάσχα σφάζουμε τ' αρνιά) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Γένη αρνί (Έγινε αρνάκι˙ ηρέμησε, μαλάκωσε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Ακούει τα και ο Πορφύρης, αρνιού βοσκός γινούταν (Τ' ακούει κι ο Πορφύρης και γίνεται βοσκός αρνιών) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αρνίτσι, γουζί, πρόβατο