αρκάς
(ουσ. αρσ.)
αρκάς
[arˈkas]
Σινασσ.
αρκά
[arˈka]
Αξ., Μαλακ.
αρχάς
[arˈxas]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ἀρκάς = α) διαφεντευτής β) βοηθός, υποστήριξη (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. arka = α) νώτα β) ράχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. arha. Η λ. και Βιθυν. Πόντ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀρκᾶς).
2. Υποστήριξη, μέσο
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Αρκά έχεις. Μη φοβάσαι!
(Έχεις υποστήριξη. Μη φοβάσαι!)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Αν έχεις αρκά, με φοβάσαι
(Αν έχεις μέσο, μη φοβάσαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το κορίτσ' έν' φτωχό λέγ', και θέλ' ένα ζενgίν' νά 'σ̑' αρκά
(Το κορίτσι είναι φτωχό λέει, και θέλει ένα πλούσιο για να έχει στήριξη)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γαϊγίλντισμα