ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρκάς (ουσ. αρσ.) αρκάς [arˈkas] Σινασσ. αρκά [arˈka] Αξ., Μαλακ. αρχάς [arˈxas] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ἀρκάς = α) διαφεντευτής β) βοηθός, υποστήριξη (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. arka = α) νώτα β) ράχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. arha. Η λ. και Βιθυν. Πόντ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀρκᾶς).
1. Πλάτη Αξ. Συνών. ράχη
2. Υποστήριξη, μέσο Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. : Αρκά έχεις. Μη φοβάσαι! (Έχεις υποστήριξη. Μη φοβάσαι!) Σινασσ. -Αρχέλ. Αν έχεις αρκά, με φοβάσαι (Αν έχεις μέσο, μη φοβάσαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το κορίτσ' έν' φτωχό λέγ', και θέλ' ένα ζενgίν' νά 'σ̑' αρκά (Το κορίτσι είναι φτωχό λέει, και θέλει ένα πλούσιο για να έχει στήριξη) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γαϊγίλντισμα