ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αριντίζω (ρ.) αριdίζω [ariˈdizo] Μισθ., Τελμ. Από το τουρκ. ρ. ağrımak = πονώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. arımak = εξασθενώ και για ζώα, ασθενώ.
1. Χάνω βάρος Μισθ. Συνών. ζαϊφλαντίζω, κιοτουλαντίζω, ψελιανίσκω
2. Λιώνω, διαλύομαι Τελμ. : Να το ατλαντίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν αρίdιζε το πεθαμένο σο χώμα (Να τον διασκελίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν έλιωνε το πτώμα στο χώμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. λύνω :4