αριντίζω
(ρ.)
αριdίζω
[ariˈdizo]
Μισθ., Τελμ.
Από το τουρκ. ρ. ağrımak = πονώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. arımak = εξασθενώ και για ζώα, ασθενώ.
2. Λιώνω, διαλύομαι
Τελμ.
:
Να το ατλαντίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν αρίdιζε το πεθαμένο σο χώμα
(Να τον διασκελίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν έλιωνε το πτώμα στο χώμα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
λύνω :4