άρι
(ουσ. ουδ.)
άρι
[ˈari]
Ποτάμ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ar = ντροπή.
Ντροπή, ανυποληψία
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Γιαννάκη, αν το ’χεις εντροπή, Γιαννάκη αν το ’χεις άρι
(Γιαννάκη, αν το θεωρείς ντροπή, Γιαννάκη, αν το θεωρείς ρεζίλεμα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Συνών.
ναμούσι