ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-άρης (επίθμ.) άρης [-ˈaris] Ανακ., Φάρασ., Φερτάκ. -άρ' [ˈar] Αξ., Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ. -έρης [ˈeris] Φάρασ. -έρη [ˈeri] Τσουχούρ., Φάρασ. -έρ' [ˈer] Φάρασ. -άρους [ˈarus] Μισθ. Θηλ. -έρτσα [ˈertsa] Φάρασ. Ουδ. -άρικο [ˈariko] Ανακ. Μεσν. επίθμ. -άρης από το μεταγν. -άριος (< λατιν. -arius). Ο τύπ. -έρης με [a > e] λόγω του παρακείμενου υγρού. Για την αποβολή της τελικής συλλαβής βλ. Ανδριώτης (1948: 36). Ο τύπ. -άρους με μεταπλ. σε -ος με βάση την ονομ. πληθ. ή αναλογ. προς άλλα ονόμ. σε -ους. Ο τύπ. θηλ. -έρτσα από το -έρισσα, το οπ. από το -έρης και το -ισσα.
1. Μετουσ. ή μεταρ. επίθμ. για τον σχηματ. επαγγελματικών ουσ. Ανακ., Αξ., Τελμ., Φάρασ. : βηματάρης (ο βοηθός του παπά στο ιερό) Ανακ. καμηλάρης (καμηλιέρης) Τελμ., Αραβ. κοφτέρης (δήμιος) Φάρασ. φυλακάρης (φύλακας) Φάρασ. ψαλτάρης (χότζας) Αξ. Συνών. -άς, -άτος, -τζής :1
2. Μετουσ. επίθμ. για των σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ευρύτερη σχέση με την οντότητα την οποία συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Φάρασ. : αλογάρης (ιππέας) Ανακ. κερατάρης (κερασφόρος) Αξ. κουμαντάρης (κουμανταδόρος) Φάρασ. τσυνηγάρης (ζώο που κυνηγάει, αετός) Φάρασ., Αφσάρ.
3. Μετονομ. ή μεταρ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. ή επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα την οποία (υπο)δηλώνει η πρωτότυπη λέξη Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ. : αστενάρης (άρρωστος) Καππ. βαραχτάρης (εφιάλτης) Μισθ., Ουλαγ. καπτάρης (που κλέβει απροκάλυπτα) Μισθ. τσολπάρης (αδέξιος) Φάρασ. χορταριάρης (χορταριασμένος) Αξ. χωριδιάρης (κατρουλής) Φλογ., Αξ. ψαλτάρης/ψαλτέρτσα (μορφωμένος -η) Φάρασ. Συνών. -άδα :1, -άδι :1, -ανός, -άρι, -άς, -ερός :1