-ανός
(επίθμ.)
-ανός
[-aˈnos]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ.
-ανό
[-aˈno]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ.
Αρχ. επίθμ. -ανός.
Μετονομ. ή μετεπιρρ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. ή επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα ή χαρακτηριστικό την οποία (υπο)δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αμμουδιανός
(λασπουριά)
Σινασσ.
ζαριανός
(τωρινός)
Σίλ.
καλοκαιριανός
(καλοκαιρινός)
Σίλ.
μεσημεριανός
(μεσημεριάτικος)
Μισθ.
πολιτιανός
(αυτός που έχει μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη)
Ανακ.
χολιανός
(οξύθυμος)
Μαλακ.
Συνών.
-άδα :1, -άδι :1, -άρης, -άρι, -άς, -ερός :1, -ικός