-άδα
(επίθμ.)
-άδα
[-ˈaða]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
-άρα
[-ˈara]
Αραβαν., Σίλ.
-άγια
[-ˈaʝa]
Αξ.
Μεσν. επίθμ. -άδα από την αιτ. -άδα του αρχ. θηλ. επιθμ. -άς (π.χ. ἀγελ-άς, -άδα, δρομ-άς, -άδα).
1. Μετεπιθ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ιδιότητα σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλ., Φλογ.
:
αληθινάδα
(ερυθρότητα)
Μαλακ., Αξ.
ζεστάδα
(ζέστη)
Φλογ.
ησυχάδα
(ησυχία)
Φλογ.
λειψάδα
(έλλειψη)
Αφσάρ.
νηστικάδα
(πείνα)
Μαλακ., Αξ.
οξινάδα
(ξινίλα)
Μαλακ.
ορτάρα
(αλήθεια)
Αραβαν.
πικράδα
(πίκρα)
Ανακ.
γλυκιάδα
(η ιδιότητα του γλυκού)
Μαλακ., Αξ.
Συνών.
-λίκι :1, -ότη, -σύνη :3
2. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
ασπράδα
(το ασπράδι του αβγού)
Μισθ., Φλογ., Δίλ.
γανάδα
(επίχρισμα ξεραμένης γλώσσας)
Σινασσ.
αλυκάδα
(σαλαμούρα)
Φάρασ.
μαυράδα
(μαύρο στίγμα)
Μαλακ.
Συνών.
-άδι, -ανός, -άρης, -άρι, -άς, -ερός :1
3. Αναλογικά, μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. συνών. με την πρωτότυπη λέξη
Αξ., Φλογ.
:
λιψάγια
(δίψα)
Αξ.
ξερασάδα
(ξηρασία)
Φλογ.
Συνών.
-άρι, -ούδι :2