αδελφοσύνη
(ουσ. θηλ.)
αδελφοσύνη
[aðelfοˈsini]
Κίσκ., Σινασσ., Τελμ.
αδελφοσύν’
[aðelfοˈsin]
Αραβαν., κ.α., Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀδελφοσύνη.
2. Σχέση φιλίας και αλληλεγγύης όπως η σχέση μεταξύ των αδελφών
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Εμείς με τον Ανδρόνικον έχουμ' αδελφοσύνην,
αδελφοσύνην μοναχά, έχουμ' κι οϊματοσύνη (Εμείς με τον Ανδρόνικον έχουμε σχέση φιλίας,
όχι απλώς φιλίας, είμαστε αδελφοποιτοί) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. αρκαντασλίκι
αδελφοσύνην μοναχά, έχουμ' κι οϊματοσύνη (Εμείς με τον Ανδρόνικον έχουμε σχέση φιλίας,
όχι απλώς φιλίας, είμαστε αδελφοποιτοί) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. αρκαντασλίκι