αδρεύω
(ρ.)
αντρεύω
[aˈdrevo]
Αξ.
αρδεύω
[arˈðevo]
Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Αόρ.
άρδεψα
[ˈarðepsa]
Φλογ.
Από το επίθ. αδρός, όπου και τύπ. αντρός, και το παραγωγικό επίθμ. -εύω. Ο τύπ. αρδεύω με μετάθ. των [ð] και [r]. Λανθασμένη η ετυμολογ. σύνδεση του με το ρ. αρδεύω = ποτίζω που προτείνεται από το ΙΛΝΕ (λ. ἀρδεύω). Η λ. και Πόντ.
1. Μτβ., εκτρέφω, ανατρέφω κάποιον
Σίλατ., Φλογ.
:
|| Ασμ.
σ̑ήρας κόρη τον γέννησε και λέγουν τον Πορφύρη
στα σίδερα τον γέννησε, στα μάρμαρα τον άρδευσε (Χήρας κόρη τον γέννησε και τόνε λεν Πορφύρη
σε δύσκολο περιβάλλον τον γέννησε, στα μάρμαρα τον μεγάλωσε) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αυξάνω
στα σίδερα τον γέννησε, στα μάρμαρα τον άρδευσε (Χήρας κόρη τον γέννησε και τόνε λεν Πορφύρη
σε δύσκολο περιβάλλον τον γέννησε, στα μάρμαρα τον μεγάλωσε) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αυξάνω
2. Αμτβ., μεγαλώνω, παχαίνω, αναπτύσσομαι
Αξ., Φλογ.
Συνών.
αυξάνω, μποΐζω, μποϊτίζω, φακλώνω, ψηλώνω