αερίζω
(ρ.)
αερίζου
[aeˈrizu]
Μισθ.
Παθ.
αερίζομαι
[aeˈrizome]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ.
Από το νεότ. ρ. ἀερίζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. ἀέρας και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Δεν αποτελεί ιστορική συνέχεια του μεταγν. ρ. ἀερίζω = είμαι λεπτός σαν αέρας.
1. Αερίζω κάτι και μεσοπαθ. εκθέτω τον εαυτό μου στον αέρα
ό.π.τ.