ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αερίζω (ρ.) αερίζου [aeˈrizu] Μισθ. Παθ. αερίζομαι [aeˈrizome] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ. Από το νεότ. ρ. ἀερίζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. ἀέρας και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Δεν αποτελεί ιστορική συνέχεια του μεταγν. ρ. ἀερίζω = είμαι λεπτός σαν αέρας.
1. Αερίζω κάτι και μεσοπαθ. εκθέτω τον εαυτό μου στον αέρα ό.π.τ.
2. Μεσοπαθ., πέρδομαι Ανακ. Συνών. κλάνω