ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αδροβωλίζω (ρ.) αδροβωλίζω [aðrovoˈlizo] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. αρδοβωλώ [arðovoˈlo] Φλογ. αντροβωλώ [adrovoˈlo] Αξ. Αόρ. αδροβώλ'σα [aðroˈvolsa] Μαλακ. Από το ουσ. αδρόβωλο = αυτό που μένει σε μορφή βώλων μετά το κοσκίνισμα (< μεταγν. ουσ. ἀδρόβωλος = μεγάλος βώλος). O τύπ. αρδοβωλώ με μετάθ. υγρού.
1. Ξεχωρίζω με την χρήση κόσκινου τους αδρούς βώλους των όσπριων ή των σιτηρών Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Πβ. ελεκλετίζω, ελεντίζω, καθαροκοσκινίζω, κοσκινίζω, λβαρίζω
2. Επιλέγω το πιο μεγάλο ανάμεσα σε ομοειδή Αξ. : Ατιά τα κρομμύγια αντροβώλα τα (Από αυτά τα κρεμμύδια διάλεξε τα πιο χοντρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. αγιτλαντίζω