αδροβωλίζω
(ρ.)
αδροβωλίζω
[aðrovoˈlizo]
Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
αρδοβωλώ
[arðovoˈlo]
Φλογ.
αντροβωλώ
[adrovoˈlo]
Αξ.
Αόρ.
αδροβώλ'σα
[aðroˈvolsa]
Μαλακ.
Από το ουσ. αδρόβωλο = αυτό που μένει σε μορφή βώλων μετά το κοσκίνισμα (< μεταγν. ουσ. ἀδρόβωλος = μεγάλος βώλος). O τύπ. αρδοβωλώ με μετάθ. υγρού.
1. Ξεχωρίζω με την χρήση κόσκινου τους αδρούς βώλους των όσπριων ή των σιτηρών
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Πβ.
ελεκλετίζω, ελεντίζω, καθαροκοσκινίζω, κοσκινίζω, λβαρίζω
2. Επιλέγω το πιο μεγάλο ανάμεσα σε ομοειδή
Αξ.
:
Ατιά τα κρομμύγια αντροβώλα τα
(Από αυτά τα κρεμμύδια διάλεξε τα πιο χοντρά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
αγιτλαντίζω