ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λβαρίζω (ρ.) λβαρίζου [lva‘rizu] Φάρασ. Πιθ. από το διαλεκτ. ρ. αρβαλλίζω = κοσκινίζω (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀρβαλλίζω 3) με μετάθ. του [l] και [r] και αποβολή του αρκτ. [a] ή τύπ. του ρ. βορίζω (πβ. ποντ. ηγβορίζω, βλ. ΙΛΝΕ, λ. βορίζω Β3).
Κοσκινίζω Φάρασ. : || Παροιμ. Το βράδυ βόρ’τα, την ευίτσα λβάρ’ τα (Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα˙ κάθε εργασία πρέπει να γίνεται την κατάλληλη ώρα· λεγόταν επειδή το βράδυ που φυσούσε ήταν κατάλληλη ώρα για το λίχνισμα ενώ με το φως του ήλιου γινόταν το κοσκίνισμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κοσκινίζω, σηστριάζω, σινιάζω