λεγάμενος
(επίθ.)
λεγάμενος
[leˈɣamenos]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από την νεότ. μτχ. λεγάμενος, η οπ. με μεταπλ. της μτχ. λεγόμενος του ρ. λέγω.
1. Αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος
Μαλακ.