λεγκέρι
(ουσ. ουδ.)
λενgερί
[lenɟeˈri]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
λενgέρ'
[lenˈɟer]
Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
λενκέρ'
[leˈncer]
Μαλακ.
ιλενgέρι
[ilenˈɟeri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. lenger, όπου και διαλεκτ. τύπ. ilenger = α) χάλκινη λεκάνη ή χάλκινο πιάτο β) ως διαλεκτ. σημ., σουρωτήρι (THADS 7, λ. ilenger), μέσω της περσ. από το αρχ. λεκάριον = μικρό πιάτο, υποκορ. του ουσ. λέκος = πιάτο, ταψί (βλ. Nişanyan 2002-2022, λ. lenger 2). Ο τύπ. λενgερί από παράλληλο τουρκ. τύπ. lengeri (Redhouse).
Πιατέλα, τσίγκινο πιάτο, χάλκινο αβαθές πιάτο
ό.π.τ.
:
Δώσεdε ντα α ιλενgέρι λίρε
(Δώστε τους ένα πιάτο λίρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Θεκνίνκαμ' μο το ιλενgέρι 'ποκάτω τα κόλλυβα
(Βάζαμε τα κόλλυβα αποκάτω, με το πιάτο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γαμπρού το σπίτ' παίρου ασ' ο νεκλησ̑ά 200 ή τριακόσα λενκέρα και σαχ̇ι̂́νια για να φάν' τα καλεσμένα
(Στού γαμπρού το σπίτι παίρνουν 200 ή τριακόσιες πιατέλες και χάλκινα πιάτα για να φάνε οι καλεσμένοι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
σαχάν