ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεγκέρι (ουσ. ουδ.) λενgερί [lenɟeˈri] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ. λενgέρ' [lenˈɟer] Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. λενκέρ' [leˈncer] Μαλακ. ιλενgέρι [ilenˈɟeri] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. lenger, όπου και διαλεκτ. τύπ. ilenger = α) χάλκινη λεκάνη ή χάλκινο πιάτο β) ως διαλεκτ. σημ., σουρωτήρι (THADS 7, λ. ilenger), μέσω της περσ. από το αρχ. λεκάριον = μικρό πιάτο, υποκορ. του ουσ. λέκος = πιάτο, ταψί (βλ. Nişanyan 2002-2022, λ. lenger 2). Ο τύπ. λενgερί από παράλληλο τουρκ. τύπ. lengeri (Redhouse).
Πιατέλα, τσίγκινο πιάτο, χάλκινο αβαθές πιάτο ό.π.τ. : Δώσεdε ντα α ιλενgέρι λίρε (Δώστε τους ένα πιάτο λίρες) Φάρασ. -Dawk. Θεκνίνκαμ' μο το ιλενgέρι 'ποκάτω τα κόλλυβα (Βάζαμε τα κόλλυβα αποκάτω, με το πιάτο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γαμπρού το σπίτ' παίρου ασ' ο νεκλησ̑ά 200 ή τριακόσα λενκέρα και σαχ̇ι̂́νια για να φάν' τα καλεσμένα (Στού γαμπρού το σπίτι παίρνουν 200 ή τριακόσιες πιατέλες και χάλκινα πιάτα για να φάνε οι καλεσμένοι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. σαχάν