ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λειρί (ουσ. ουδ.) λειρί [liˈri] Γούρδ. λειλί [liˈli] Μισθ., Ουλαγ. λουρί [luˈri] Σίλ. Από αρχ. ουσ. λείριον = κρίνος της Παναγίας (Lilium candidum) ή μανουσάκι (Narcissus Tazetta) και με μετακίνηση του τόνου κατά τα ουσ. σε -ίον. Η σημ. λόγω της οπτικής ομοιότητας της απόφυσης με το άνθος.
Λειρί, σαρκώδης απόφυση στο κεφάλι πτηνών, κυρίως του πετεινού ό.π.τ. : Κοκονοϊού ντου λειλί (Το λειρί του πετεινού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κουκουινού τ’ λουρί πολύ άλι ’ναι (Το λειρί του πετεινού είναι πολύ κόκκινο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κάγια, κεκίλι, φάμπουλο