λειρί
(ουσ. ουδ.)
λειρί
[liˈri]
Γούρδ.
λειλί
[liˈli]
Μισθ., Ουλαγ.
λουρί
[luˈri]
Σίλ.
Από αρχ. ουσ. λείριον = κρίνος της Παναγίας (Lilium candidum) ή μανουσάκι (Narcissus Tazetta) και με μετακίνηση του τόνου κατά τα ουσ. σε -ίον. Η σημ. λόγω της οπτικής ομοιότητας της απόφυσης με το άνθος.