κάγια
(ουσ. θηλ.)
κάγια
[ˈkaʝa]
Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. kaya = κόσμημα, στολίδι (για τον τύπ. και την σημ. βλ. Καραποτόσογλου 1982: 203-204), πιθ. προερχόμενο από το αρχ. κάλλαιον = α) λειρί πετεινού β) (μεταγν.) ουρά πετεινού, καθώς πολλές τουρκ. λέξεις, όπως kepez και tace έχουν παράλληλα τις σημ. ‘λειρί' και 'κάλυμμα της κεφαλής’. Η λ. και Πόντ. με την σημ. ‘στολίδι κεφαλής’.
1. Στολίδι κεφαλής
Μαλακ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Δεν δίνω ’γώ την κάγια μ’
Tην κάγια μ' καρφουμένο 'ναι
'ς τ' ασήμι βουτηγμένο 'ναι (Δεν δίνω εγώ την κορώνα μου
την κορώνα μου (που) είναι καρφωμένη
και είναι βουτηγμένη στο ασήμι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Tην κάγια μ' καρφουμένο 'ναι
'ς τ' ασήμι βουτηγμένο 'ναι (Δεν δίνω εγώ την κορώνα μου
την κορώνα μου (που) είναι καρφωμένη
και είναι βουτηγμένη στο ασήμι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.