καγιαδιώνας
(επίθ.)
χαγιαδιώνας
[xaʝaˈðʝonas]
Σινασσ.
Από το ουσ. καγιάς, όπου και τύπ. χαγιάς, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πετρώδης, γεμάτος πέτρες
:
Χαγιαδιώνας τόπος
(Πετρώδης τόπος)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
καταθαλώνα, τασλούς
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025