ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καγιαδιώνας (επίθ.) χαγιαδιώνας [xaʝaˈðʝonas] Σινασσ. Από το ουσ. καγιάς, όπου και τύπ. χαγιάς, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πετρώδης, γεμάτος πέτρες : Χαγιαδιώνας τόπος (Πετρώδης τόπος) Σινασσ. -Βλασ.