καβουμλίκι
(ουσ. ουδ.)
χαβουμλούχου
[xavumˈluxu]
Σίλ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. kavimlik = συγγένεια, εγγύτητα.
Συγγένεια και συνεκδοχ. συγγενής
:
Πολύ μακρά ’ναι χαβουμλούχου μας
(Είναι πολύ μακρινός συγγενής μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
χισιμλίχι
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025