καβουμλίκι
(ουσ. ουδ.)
χαβουμλούχου
[xavumˈluxu]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kavımlık = συγγένεια, εγγύτητα.
Συγγένεια και συνεκδοχ. συγγενής
:
Πολύ μακρά ’ναι χαβουμλούχου μας
(Είναι πολύ μακρινός συγγενής μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6