καβγαλατίζω
(ρ.)
γαβγαλατίζου
[ɣavɣalaˈtizu]
Φάρασ.
Από το ουσ. καβγάς, όπου και τύπ. γαβγάς, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. και τουρκ. ρ. kavgalaşmak = μαλώνω.
Καβγαδίζω