ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβαλίνα (ουσ. θηλ.) καβαλίνα [kavaˈlina] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φλογ. Μεσν. ουσ. καβαλίνα (LBG).
Καβαλίνα, το περίττωμα των ιπποειδών και της καμήλας ό.π.τ. : Αλουγού ντα καβαλίνις σ̑άνιξάμ' ντα τζίγαρις, πίνιξαμ' ντα (Τις καβαλίνες του αλόγου τις κάναμε τσιγάρα, τα καπνίζαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήψαν νιστιά, έβρααν καβαλίνες με το λάι, ποίκαν το λαπά, έθεκαν μάνα μ’ κοιλιά απάνω, 'δαρά ένα χατρά καλά ναι (Άναψαν φωτιά, έβρασαν καβαλίνες με λάδι, το έκαναν χυλό, το έβαλαν πάνω στην κοιλιά της μάνας μου, τώρα είναι λίγο καλύτερα) Μισθ. -Pernot.Gall. Σο μωρό τουνε βάλλουν καβαλίνα· αν έρτ’ κανείς να δει πρώτ' εκείνο, να γελάσ’, να μη πειράξ’ το μάτ' (Στο μωρό τους βάζουν κοπριά γαϊδάρου· αν έρθει κανένας να δει πρώτα αυτό το χάλι, να γελάσει, για να μην πειράξει το μωρό το μάτι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.