ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβάλι (I) (ουσ. ουδ.) κ͑αβάλι [kʰaˈvali] Τσουχούρ. καβάλ' [kaˈval] Ανακ. γαβάλι [ɣaˈvali] Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. γαβάλ' [ɣaˈval] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. kaval = α) είδος φλογέρας β) κάννη όπλου.
1. Είδος φλογέρας ό.π.τ. : Φυσά το κ͑αβάλι (Παίζει την φλογέρα) Τσουχούρ. -Dawk. Είχαμε βιολιά, τέφια, πουζούκια, ταούλια και γαβάλε (Είχαμε βιολιά, ντέφια, μπουζούκια, νταούλια και φλογέρες) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Καλάμι του ποδιού Σίλ.