καβάλι (I)
(ουσ. ουδ.)
κ͑αβάλι
[kʰaˈvali]
Τσουχούρ.
καβάλ'
[kaˈval]
Ανακ.
γαβάλι
[ɣaˈvali]
Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
γαβάλ'
[ɣaˈval]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kaval = α) είδος φλογέρας β) κάννη όπλου.
1. Είδος φλογέρας
ό.π.τ.
:
Φυσά το κ͑αβάλι
(Παίζει την φλογέρα)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Είχαμε βιολιά, τέφια, πουζούκια, ταούλια και γαβάλε
(Είχαμε βιολιά, ντέφια, μπουζούκια, νταούλια και φλογέρες)
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Καλάμι του ποδιού
Σίλ.