καβγατζής
(ουσ. αρσ.)
καβγαdζής
[kavɣaˈdzis]
Μισθ.
γαβγαdζής
[ɣavɣaˈdzis]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. καβγατζής (πβ. Λεξ. Σομ., λ. sciarrero), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kavgacı.
Καβγατζής
:
Τα ’μάαρ ινdζ̑άν' τσ̑όδαν καβγατζία γιαΐ ντε ξεύρισκαν γράμμαδα
(Oι δικοί μας οι άνθρωποι ήταν καβγατζήδες γιατί δεν ήξεραν γράμματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.