καβουστίζω
(ρ.)
qαβι̂στίζω
[qavɯˈstizo]
Μαλακ.
γαβουσ̑τίζου
[ɣavuˈʃtizu]
Μισθ.
καβουστώ
[kavuˈsto]
Φλογ.
καβουρτώ
[kavurˈto]
Φλογ.
γαβουσ̑τι-έου
[ɣavuʃtiˈeu]
Φάρασ.
γαουσ̑τι-έου
[ɣauʃtiˈeu]
Φάρασ.
Αόρ.
κ͑αβούσ̑ισα
[kʰaˈvuʃisa]
Φάρασ.
qαβι̂́γισα
[qaˈvɯʝisa]
Μαλακ.
γαβούισα
[ɣaˈvuisa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kavuşmak (αορ. kavuştı) = α) συναντιέμαι β) διαλεκτ., ενώνω.
1. Ανταμώνω με κάποιον, συναντιέμαι
ό.π.τ.
:
Γκιαλάιψαμ' να γαβουσ̑τίσουμ' εκεί
(Είπαμε να συναντηθούμε εκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κ͑αβούσ̑ισέν ντα τη μαρκάλτσα
(Συνάντησε την δράκαινα)
Φάρασ.
-Dawk.
Τζ̑ο μπόρκαν να γαβουσ̑τι-έσουν σα πάνου τον κόσμο
(Δεν μπόρεσαν να συναντηθούν στον επάνω κόσμο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γαβούισιν ντου γιολντάσ̑η τ'
(Συνάντησε τον φίλο του)
Μισθ.
-Φατ.
Εκείνου μέρα γαμbρός μι νύφ' ντε γαβούσ̑τιζαν τσ̑αχ νεκκλησ̑ά
(Εκείνη την ημέρα (ενν. του γάμου) ο γαμπρός με την νύφη δεν συναντιόντουσαν μέχρι την εκκλησία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πβ.
καβουστουρντίζω
2. Ενώνω, συνδέω, αρμολογώ
Φάρασ., Φλογ.
:
Τ’ αραλι̂́χια τα καβούρνταναν με τα ζούβρες
(Τις χαραμάδες τις κάλυπταν με κόκκινη ελαφρόπετρα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Όσο να καβουστίσουν κάμαρες τ’ αραλίχια άσπρα κουφέκια
(Μέχρι να σκεπάσουν τις χαραμάδες στις καμάρες με άσπρη ελαφρόπετρα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Καμάρουνι τα μάτια, γαούστιζαν τα μάτια τ'
(Νύσταζε, έκλειναν τα μάτια του)
Μισθ.
-VLACH
Συνών.
γαβρουστίζω, μπιρλεστιρτίζω , μπιτιστίζω, ουλατίζω