ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβουστίζω (ρ.) qαβι̂στίζω [qavɯˈstizo] Μαλακ. γαβουσ̑τίζου [ɣavuˈʃtizu] Μισθ. καβουστώ [kavuˈsto] Φλογ. καβουρτώ [kavurˈto] Φλογ. γαβουσ̑τι-έου [ɣavuʃtiˈeu] Φάρασ. γαουσ̑τι-έου [ɣauʃtiˈeu] Φάρασ. Αόρ. κ͑αβούσ̑ισα [kʰaˈvuʃisa] Φάρασ. qαβι̂́γισα [qaˈvɯʝisa] Μαλακ. γαβούισα [ɣaˈvuisa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kavuşmak (αορ. kavuştı) = α) συναντιέμαι β) διαλεκτ., ενώνω.
1. Ανταμώνω με κάποιον, συναντιέμαι ό.π.τ. : Γκιαλάιψαμ' να γαβουσ̑τίσουμ' εκεί (Είπαμε να συναντηθούμε εκεί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κ͑αβούσ̑ισέν ντα τη μαρκάλτσα (Συνάντησε την δράκαινα) Φάρασ. -Dawk. Τζ̑ο μπόρκαν να γαβουσ̑τι-έσουν σα πάνου τον κόσμο (Δεν μπόρεσαν να συναντηθούν στον επάνω κόσμο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Γαβούισιν ντου γιολντάσ̑η τ' (Συνάντησε τον φίλο του) Μισθ. -Φατ. Εκείνου μέρα γαμbρός μι νύφ' ντε γαβούσ̑τιζαν τσ̑αχ νεκκλησ̑ά (Εκείνη την ημέρα (ενν. του γάμου) ο γαμπρός με την νύφη δεν συναντιόντουσαν μέχρι την εκκλησία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. καβουστουρντίζω
2. Ενώνω, συνδέω, αρμολογώ Φάρασ., Φλογ. : Τ’ αραλι̂́χια τα καβούρνταναν με τα ζούβρες (Τις χαραμάδες τις κάλυπταν με κόκκινη ελαφρόπετρα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Όσο να καβουστίσουν κάμαρες τ’ αραλίχια άσπρα κουφέκια (Μέχρι να σκεπάσουν τις χαραμάδες στις καμάρες με άσπρη ελαφρόπετρα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Καμάρουνι τα μάτια, γαούστιζαν τα μάτια τ' (Νύσταζε, έκλειναν τα μάτια του) Μισθ. -VLACH Συνών. γαβρουστίζω, μπιρλεστιρτίζω , μπιτιστίζω, ουλατίζω