ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καγιάς (ουσ. αρσ.) καγιάς [kaˈʝas] Ανακ., Αραβ. καγιά [kaˈʝa] Αραβ., Δίλ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ. qαγιά [qaˈʝa] Μαλακ. γκαγιά [gaˈʝa] Ουλαγ. κ͑αγιά [kʰaˈʝa] Ουλαγ., Φλογ. κ͑αïγιάς [kʰaiˈʝas] Τελμ. γαϊάς [ɣaˈias] Κίσκ., Μισθ., Τσαρικ. γαγιά [ɣaˈʝa] Αραβαν., Ποτάμ., Τελμ., Τσελτ. χαγιάς [xaˈʝas] Σίλ., Σινασσ. χαγιά [xaˈʝa] Σίλατ., Σίλ. Πληθ. καγιάδια [kaˈʝaðʝa] Ποτάμ., Τζαλ. qαγιάδια [qaˈʝaðʝa] Μαλακ. γαγιάδια [ɣaˈʝaðʝa] Τελμ. Από το νεότ. ουσ. καγιάς (Mackridge 2021: 30, 76) το οπ. από το τουρκ. ουσ. kaya = βράχος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaya.
1. Πέτρα ή βράχος ό.π.τ. : Τα ψελά χαγιάδια (Τα ψηλά βράχια) Σινασσ. -Βλασ. Καταφύδια πολλά εχίσ̑καμ’, όλα απ’ το καγιά ήταν (Πολλά καταφύγια είχαμε, όλα από πέτρα ήταν) Ανακ. -Κωστ.Α. Αν γυρίσ̑κει και ρανήσ̑' μας, να κοπούμ' κ͑αϊγέδια (Αν (το κορίτσι) γυρίσει και μας κοιτάξει, θα μεταμορφωθούμε σε πέτρες) Τελμ. -Dawk. Σου γαϊάς απάν’ έχτισαμ' νεκκλησ̑ά μας (Πάνω στον βράχο χτίσαμε την εκκλησία μας) Μισθ. -Κοτσαν. Τὄνα το γοργάνι θέκαν το σα γαγιάδια απάνω να στραγγίσει (To ένα το πάπλωμα το έβαλαν πάνω στις πέτρες να στραγγίξει) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. A-Γιώρης ποίκεν την καγιά και μετά πάλ’ γένεν άνθρωπο (O Άγιος Γεώργιος την έκανε πέτρα και μετά πάλι έγινε άνθρωπος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ηύρηκαμ’ ένα άρτουπου οπ’ χαγιά (Βρήκαμε έναν άνθρωπο από πέτρα, δηλ. ένα άγαλμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Εκεί σο ίσιωμα ήτον ένα ίσιο γαγιά σαν τραπέζι και γύρω γύρω άλλα γαγιάδια έμοιαζαν άνθρωποι που καθόσαν διπλοπόδι (Εκεί στο ίσιωμα ήταν ένας ίσιος βράχος σαν τραπέζι και γύρω γὐρω άλλοι βράχοι έμοιαζαν με ανθρώπους που καθόταν σταυροπόδι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Βαζινόσκαμ’ ένα χαγιά (Βάζαμε μιά πέτρα, ενν. για να κλείνει η είσοδος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Το γαϊά του μύλου (Η πέτρα του μύλου˙ μυλόπετρα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μύλου τ' χαγιά (Πέτρα του μύλου˙ το ίδιο) Σίλατ. Καγιά χαρμάν' (Αλώνι από πέτρα˙ αλώνι στρωμένο με μονοκόμματη πέτρινη πλάκα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Το γαγιά ’ποκάτω (Κάτω από τον βράχο˙ χώρος στο επάνω μέρος του σπιτιού όπου αποθήκευαν την κοπριά για το ταντούρι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322
2. Πολυτιμος λίθος Σίλ. : Έχ’ έναν καλό λαχτσυλίρι με κόκκινου χαγιά (Έχει ένα καλό δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα, δηλ. ρουμπίνι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6