κάγκαρα (I)
(ουσ.)
κ͑άνgαρα
[ˈkʰangara]
Ανακ.
Πεποιημένη λέξη η οποία εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα.
Η λέξη άνευ σημασίας σε λάχνισμα
:
[….] σεκ͑ίς, ντογιάν, ντοχούν, άνgαρα, κ͑άνgαρα
(οχτώ, χορτάτος, εννιά, άγκυρα, κάνgαρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.