καζάνι
(ουσ. ουδ.)
κ͑αζάνι
[kʰaˈzani]
Μισθ., Φάρασ., Φκόσ.
κ͑αζάν'
[kʰaˈzan]
Ουλαγ., Τελμ.
qαζάν’
[qaˈzan]
Μαλακ., Φλογ.
γκαζάν'
[gaˈzan]
Ουλαγ.
γαζάν'
[ɣaˈzan]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ.
Nεότ. ουσ. καζάνι, το οπ. από τουρκ. kazan = λέβητας, καζάνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gazan.
Καζάνι
ό.π.τ.
:
Ψ̑ήνουν με ντα μεγάλα τα qαζάνια γεμέκια
(Μαγειρεύουν φαγητά στα μεγάλα καζάνια)
Φλογ.
-Dawk.
Να ψή’εις ’να γαζάν’ πιλάφ’, να ταΐσεις ούλου ντο ασκέρι μ’ τζι ντου γαζάν’ να τσ̑είι γιομάτο
(Να μαγειρέψεις ένα καζάνι πιλάφι, να ταΐσεις όλο μου τον στρατό και το καζάνι να μείνει γεμάτο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Σου γαζάν' απέσ' σ̑άνιξαμ' μπιακμιάζ'
(Στο καζάνι μέσα φτιάχναμε πετιμέζι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όλη μέρα τρώιξαν σου γαζάν'· ντε ξέριξι μά'ειρας τις ε'νει
(Όλη μέρα (οι στρατιώτες) έτρωγαν από το καζάνι· δεν ήξεραν ποιος είναι ο μάγειρας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Σαράνdα λάους 'ς ένα γαζάν τσ̑είδι κόσμους
(Ο κόσμος είναι σαν ένα καζάνι με σαράντα χερούλια˙ δηλώνει την δύναμη της ένωσης των ανθρώπων)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
χαλκί :1, Πβ.
χαρανί