χαρανί
(ουσ. ουδ.)
χαρανί
[haraˈni]
Αραβαν., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
χαρι-ένι
[xari'eni]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
χαρανιά
[xaraˈɲa]
Ανακ., Ποτάμ.
Από το νεότ. ουσ. χαρανί (βλ. Λεξ. Σομ., λ. cucina), το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. haranı = α) τέντζερης β) καζάνι γ) μπακράτσι. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 220).
Μεγάλο χάλκινο καζάνι
ό.π.τ.
:
Πήρα νταdί, χαρανί πήρα, κιλί, σαπούνι, πήγα, ήψα τα
(Πήρα δαδί, καζάνι πήρα, χώμα, σαπούνι, πήγα, τα άναψα, ενν. για πλύσιμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα μισά αρπάζαν απ' τα χαρανιά, τα μισά απ΄ τα τεντζ̑ερίς
(Οι μισοί άρπαζαν από τα καζάνια, οι μισοί από τις κατσαρόλες)
Ποτάμ.
-Dawk.
'ύρτσεν ντο χαριένιν γκούπα, έμbην 'πουκάτου
(Γύρισε το καζάνι ανάποδα, μπήκε αποκάτω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κουτάνκαν πέσου σου λεχτορούν το ζωμόν 'πέσου σο ίναν το χαριένι κορκότσ', σε τ’ άου το χαριένι πλεγούρ
(Έρριχναν μέσα στο ζωμό του κόκκορα μέσα στο ένα καζάνι κουρκούτι, στο άλλο το καζάνι πληγούρι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'έμου ντα το χαριένι νερό
(Γέμισέ το το καζάνι νερό)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο Ναστρατήν Χότζας ‘ύρεψεν στο γοντσή του το μέγο το χαριένι να βράσει κοτσ̑ί να ποίτσει πλεγούρι τεΐ.
(Ο Νασρεντίν Χότζας ζήτησε από το γείτονά του το μεγάλο καζάνι να βράσει στάρι για να φτιάξει πληγούρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Όλα τα χαργιένε, τα πιάτα ήτουνε από παχίρι
(Όλα τα καζάνια, τα πιάτα, ήτανε από μπακίρι)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Πήραμ' 'π' α στρώση, 'α γιοργάνι, τοσάτι, προστσέφα, τσαι 'π' α χαριένι να ψαίνουμ' φαΐ
(Πήραμε από ένα στρωσίδι, ένα πάπλωμα, στρώμα, μαξιλάρι, και από ένα καζάνι να ψήνουμε φαγητό)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Φρ.
Γειά σου, η Παναγιά κοντά σου, να γιομωθούν τα χαρανιά σου
(Με τις υγείες σου, η Παναγιά κοντά σου, να γεμίσουν τα καζάνια σου˙ Ευχή σε παιδί που φτερνίζεται)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Ο μεός σα μη ζεσταθεί την άνοιξη, το σ̑ειμό το χαριένι τζ̑ο βράζει
(Αν δεν ζεσταθεί το μυαλό το καλοκαίρι, το χειμώνα το καζάνι δεν βράζει˙ Κατά το καλοκαίρι πρέπει κανείς να είναι προνοητικός και να κάνει προμήθειες για το χειμώνα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.