χαραγή
(ουσ. θηλ.)
χαραγή
[xaraˈʝi]
Σινασσ.
χαραή
[xara'i]
Αφσάρ., Κίσκ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ.
Ουδ.
χαράι
[xaˈrai]
Ουλαγ.
χαρεΐ
[xareˈi]
Τελμ.
Μεσν. ουσ. χαραγή = χάραγμα, χάραξη β) ειδικότ., χαραγμένη μορφή πάνω σε νόμισμα. Πβ. Δαμασκ. Στουδ. Θησ. 25.230 «τὸ φλωρί, ὁποῦ ἔχει τὴν χαραγήν σου και το πρόσωπόν σου». Ο τύπ. χαράη με αναβιβασμό πιθ. από αμάρτ. ουδ. ουσ. *χαράγιον.
1. Πρόσωπο
ό.π.τ.
:
'κόνdα το πισ̑ταμbάλ' τση χαραή του, τσ̑αι 'πνώσε 'ντάμα του
(Ρίξε την πετσέτα στο πρόσωπό της (ενν. για να μην τη βλέπεις) και κοιμήσου μαζί της)
Τσουχούρ.
-VLACH
Παίρκε νερό ταρνά ταρνά τσαι πλυνένκε τη χαραή τ’ς
(Έπαιρνε γρήγορα γρήγορα νερό και έπλενε το πρόσωπό της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Öλϋγιΰ ντο χαράη νύχτα αφήνομ' ντο ανοιχτό
(Το πρόσωπο του νεκρού τη νύχτα το αφήνουμε ξεσκέπαστο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Ντίτω χαραή
(Δίνω πρόσωπο˙ Ενθαρρύνω.Πβ. τουρκ. φρ. <em>yüz vermek</em> (δίνω πρόσωπο)= α) δίνω θάρρος β) παραχαϊδεύω.)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Φτύνουν σε ση χαραή, συ λες τι βρέσ̑ει
(Σε φτύνουν στο πρόσωπο κι εσύ λες ότι βρέχει˙ Για όσους εθελοτυφλούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τα σ̑έρε πλυναίνουν ντα σ̑έρε, τσ̑αι τα σέρε τη χαραή
(Τόνα χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυό το πρόσωπο˙ Οι άνθρωποι αλληλοεξυπηρετούνται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ψωμί του νοματού τη χαραή ασπρίζ' τα
(Το ψωμί ασπρίζει το πρόσωπο του ανθρώπου˙ Το ψωμί βγάζει το νοικοκύρη ασπροπρόσωπο, είναι το πιο απαραίτητο κέρασμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Αγιο πνεύμα στην καρδιά μου και σταυρό στήν χαραγή μου
(Άγιο πνεύμα στην καρδιά μου και σταυρό στο πρόσωπό μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γκαλάκι, μάγουλο, μισίδι, μπενίζι :2, πρόσωπο
β.
Μάγουλο
Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ.
:
Τσ̑αρπτούν ντο χαράη τ'νε
(Χαστουκίζουν το μάγουλό τους
)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Πέρκι να είδες Κωνστάνdινο, έχει ελαία σο μάτι του,
ελαιά σε χαρεή του; πέρκι να είδες Kωνστάνdινο; (Μήπως είδες τον Κωσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο μάγουλό του. Μήπως είδες τον Κωσταντίνο;) Τελμ. -Lag.
ελαιά σε χαρεή του; πέρκι να είδες Kωνστάνdινο; (Μήπως είδες τον Κωσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο μάγουλό του. Μήπως είδες τον Κωσταντίνο;) Τελμ. -Lag.
2. Επιφάνεια
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Το γα φά τα· τη χαραή του μη τα ποζτιέσ'
(Το γάλα φά' το· την επιφάνειά του, την κρέμα του, μην τη χαλάς)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σκωλετσα̈́σινι, τα σκωλέτσ̑α τσιπ έβκανι ση χαραή
(Σκουλήκιασε (ενν. ο τραχανάς) τα σκουλήκια όλα βγήκανε στη επιφάνεια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
πρόσωπο, Πβ.
τσίπα
3. Χάραμα, χαραυγή
Τροχ.