πρόσωπο
(ουσ.)
πρόσωπο
[ˈprosopo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
πρόσουπου
[ˈprosupu]
Μαλακ., Μισθ.
πρόσ'που
[ˈprospu]
Μισθ.
Αρσ.
πρόσωπος
[ˈprosopos]
Φάρασ.
πρόσ'πους
[ˈprospus]
Σίλ.
Πληθ.
προσώπατα
[proˈsopata]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
Από το αρχ. ουσ. πρόσωπον. Ο τύπ. αρσ. πρόσωπος ήδη αρχ. Για τις σημ. 3 και 4 πβ. την μεσν. σημ. ‘εξωτερική πλευρά’ και για την σημ. 6 πβ. τη νεότ. σημ. ‘μετωπικά’. Οι φρ. του τύπου ‘δίνω πρόσωπο’ είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ. φρ. yüζ vermek.
1. Πρόσωπο, το μπροστινό μέρος του κεφαλιού
ό.π.τ.
:
Ο βασιλιάς, όταν είδε το πρόσωπο της Πενdάμορφης, θέλεσε να την κατακωλύσει
(Ο βασιλιάς, όταν είδε το (σκυλόμορφο) πρόσωπο της πεντάμορφης, θέλησε να την διώξει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ντα ναίτσις φόρουναν ντα γεμενία, σκέπαζαν τσ̑ι δα προσούπαδα ούλου. Μόνου δα μάτια φαίνοdαν όξω
(Οι γυναίκες φορούσας τα γεμενιά, σκέπαζαν και τα πρόσωπά τους εντελώς, μόνο τα μάτια φαίνονταν έξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'πόμειν' σ̑αρά σου πρόσουπου τ΄
(Έμεινε η ουλή στο πρόσωπό του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πρόσ'πους του είσ̑ι όιματα
(Το πρόσωπό του είχε αίματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αδελφή μ' το πρόσωπο μαύρο ήτουν· κανείς να μη το κουπάν'σε;
(Το πρόσωπο της αδελφής μου ήταν μαυρισμένο· μήπως την χτύπησε κανένας;)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Φρ.
Ντίνω πρόσωπο
(Δίνω πρόσωπο˙ Ενθαρρύνω)
Ουλαγ., Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μη τα ρώνεις πρόσ'που
(Μην του δίνεις πρόσωπο˙ Μην τον καλομαθαίνεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παίρω πρόσωπο
(Παίρνω πρόσωπο˙ Παίρνω θάρρος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άστραψιν ντου πρόσουπου τ'
(Άστραψε το πρόσωπό του˙ Έλαμψε το πρόσωπό του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άσπρισι ντου πρόσουπου τ'
(Άσπρισε το πρόσωπό του˙ Χλώμιασε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Να χέσω ντου πρόσ'που σου
(Να χέσω το πρόσωπό σου˙ ύβρις)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γιόνι, γκαλάκι, μάγουλο, μισίδι, μπενίζι, χαραγή
2. Άνθρωπος, άτομο, γενικά και ειδικότερα μιά συγκεκριμένη προσωπικότητα
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
Συνών.
άθρωπος, κανείς, ογλάν, χερίφος, ψυχή, νομάτης, ινσάνος
3. Βαθμοί συγγένειας
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
:
Πόσα προσώπατα χι̂σι̂μλι̂́κ' έχιτ';
(Πόσους βαθμούς συγγενείας έχετε;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Επιφάνεια, επάνω ή μπροστινή μεριά
Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ήρτε νερού το πρόσωπο
(Ήρθε στην επιφάνεια του νερού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Λερογιού το πρόσωπο
(Η επιφάνεια του νερού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πίτακ' με μένα να σε βγκάλω σο πρόσωπο
(Στείλε εμένα για να σε βγάλω στην επιφάνεια, ασπροπρόσωπο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Έβγκη σου χωματού το πρόσωπο
(Βγήκε στην επιφάνεια της γης)
-Λουκ.Λουκ.
Αν το δώκεις πρόσωπο, κρεύ' και αστάρ'
(Αν του δώσεις την μπροστινή μεριά, γυρεύει και τη φόδρα˙ Για αυτούς που δεν ικανοποιούνται με τίποτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
τσίπα, Συνών.
χαραγή
β.
Ειδικότ., επιφάνεια του γάλακτος ή του γιαουρτιού, δηλ. αφρόγαλα ή καϊμάκι-πέτσα
Αξ., Μισθ.
:
Κόνωσάν μας πρόσωπο με το μέλ'
(Μας σέρβιραν αφρόγαλα με μέλι
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήβρι μι ντυό γιαγούρτια, αυτά που είνι σι πήλινο, είχι τσι καλό πρόσουπου, ντώκα δα τσι κατάλαβαν
(Μου έφερε δυό γιαούρτια, αυτά που είναι σε πήλινο, είχε και καλή πέτσα, τους έδωσα και κατάλαβαν
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Ως επίρρ., ενάντια σε κάτι, μπροστά σε κάτι
Σίλ., Φάρασ.
:
Τσ̑ονgιάν έρσ̑ιτι παρά κϋρέι τουμ μπρόσ'που, 'κείνο κο σου τ' κισμέτσ̑ι 'ναι
(Όσοι παράδες έρθουν ενάντια στην άκρη του φτυαριού, αυτό θα είναι το τυχερό σου (=η αμοιβή που θα σου τύχει))
Σίλ.
-Dawk.
Τζ̑ο 'φήκαν τα να μπει 'πέσου, να βγκει σου βασιλό το πρόσωπο
(Δεν την άφησαν να μπει μέσα, να εμφανιστεί ενώπιον του βασιλιά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.