κανείς
(αντων.)
κανείς
[kaˈnis]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
κανείνας
[kaˈninas]
Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ.
κανείνα
[kaˈnina]
Φάρασ.
καείνας
[kaˈinas]
Σίλ.
Γεν.
κανείνος
[kaˈninos]
Αξ.
κάνεινος
[ˈkaninos]
Ουλαγ.
κανεισγιού
[kanisˈʝu]
Ουλαγ.
κανείνας
[kaˈninas]
Τσουχούρ.
Αιτ.
καένα
[kaˈena]
Μισθ.
κάν'να
[ˈkana]
Φλογ.
κανείνα
[kaˈnina]
Αξ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κανείναν
[kaˈninan]
Σινασσ., Φάρασ.
καείνα
[kaˈina]
Μισθ.
Πληθ.
κανείσγια
[kaˈnizʝa]
Ουλαγ.
gανείς
[gaˈnis]
Αφσάρ., Σίλ.
Μεσν. αντων. κανείς.
1. Κανείς
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ντράντσεν γκαι κανείς ντεν επόμ'νεν
(Είδε ότι κανείς δεν έμεινε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν ντ' νύφ'ζ μας το χ̇έρισμα κανείς ντε χ̇ερίζ̑
(Σαν της νύφης μας το θέρισμα κανείς δεν θερίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήα ντράν'σα, κανείς ντέν 'τον
(Πήγα είδα, κανείς δεν ήταν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Kανείς ντέι 'δουν
(Κανένας δεν ήταν )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κανείς τζ̑ο κατέσει τα
(Κανείς δεν το ξέρει αυτό)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Δεν μπόρσεν κανείς να τα ορμηνέψ'
(Δεν μπόρεσε κανείς να το συμβουλεύσει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κανείς ντε κρεύ'
(Κανείς δεν θέλει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα είπα σε τα λακι̂ρντι̂́για ’ς κανείνα με τα λες
(Τα λόγια που σου είπα σε κανένα μην τα λες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ς κάν'να με τα λέει
(Μην τα πει σε κανένα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τσιπ ρεν πον̑εί καείνα
(Καθόλου δεν λυπάται κανέναν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'γώ κανείναν τζ̑ο στρίγγ'σα
(Εγώ κανέναν δεν φώναξα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατό 'ς κανείνας το τσ̑ουφάλι πάλι τζο κάτσιν
(Αυτό (ενν. το περιστέρι) πάλι δεν έκατσε στο κεφάλι κανενός)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Όξου, ντε γνώριζα καείνα ογώ
(Έξω, δεν γνώριζα κανέναν εγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ς λείψει κανείς
(Να μη λείψει κανείς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Φρ.
Κανείς πουλίς
(Κανείς, ούτε πουλί˙ απολύτως κανείς)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τα ποίκες να μη τα διει κανείς
(Το έκανες να μη βλέπεται˙ το έκανες άχρηστο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τ' αλήρεια κανείς ντεν ντο γκρεύ'
(Την αλήθεια κανείς δεν την θέλει˙ η αλήθεια είναι συχνά δυσάρεστη και δεν επιθυμούμε να την γνωρίσουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ο κόσμος ένι ακέρδωτο, και κανείς δεν τον κερδά τον
(Ο κόσμος είναι ανίκητος, και κανείς δεν τον κερδίζει)
Τελμ.
-Lag.
β.
Και με εμφατ. επανάληψη, κανένας απολύτως, εντελώς κανένας
Μισθ.
:
'ποχώσ'νι καν κανείνα ντεν έχ' σε λέει
(Να την θάψουν ούτε έναν δεν έχει, σου λέει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Κάποιος
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
:
'πότε κοιμάται κανείζ ντεν ντο σ̑κελούν
(Όταν κοιμάται κανείς δεν τον δρασκελούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όπουτια στένανει κανείς σ̑άνοιξαμ ντου τρίψιμου μη γάζιαχ
(Όποτε αρρώσταινε κάποιος του κάναμε εντριβή με πετρέλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σαχάτι σα τέσσερα πάλι δώdζ̑ιν αν γκανείς αν αλία
(Την τέταρτη ώρα πάλι κάποιος έβγαλε μιά φωνή)
Αφσάρ.
-Dawk.
Έχεις κανείνα; κανείνα ντεν έχου, ε καλά 'παπού ήρτις;
(Έχεις κανέναν; Κανέναν δεν έχω. Ε καλά, από πού ήρθες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ράντ’σις καένα απ’ τα χαμένα;
(Είδες κανένα από τους πεθαμένους;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ήφεραν κανείνα να κατεβεί σο πλερός και να βγάλ’ ιμαμιού το κιφάλ’
(Έφεραν κάποιον να κατεβεί στο πηγάδι και να βγάλει το κεφάλι του ιμάμη)
Αραβαν.
-Dawk.
Να μην ήρτε κανείς 'πότε κοιμάσαι και μούλλωσεν ’ς ένα μέρος;
(Μήπως ήρθε κάποιος, ενώ κοιμόσουν, και κρύφτηκε σε μιά μεριά;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Τ' αγαπά το κορίτσ̑ι τ' κανείς 'ς τον άνdρα ντεν ντο ντίν' και τ' αγαπά το παιγί τ' 'ς το djάσκαλε ντεν ντο γιολ-λαdə́ζ̑
(Όποιος αγαπάει το κορίτσι του δεν το δίνει σε άντρα και όποιος αγαπά το παιδί του στον δάσκαλο δεν το στέλνει˙ Επειδή παιλαιότερα κακοπερνούσαν σε αυτές τις περιστάσεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Α νομάτ’ του τζ̑ο τρώ’ το μάλιν ντου, α βραθεί κανείς ν’dα φά’
(Του ανθρώπου που δεν τρώει την περιουσία του, κάποιος θα βρεθεί να του τη φάει˙ αν δεν εκτιμάς και δεν αξιοποιείς όσα έχεις, θα τα απολαύσει κάποιος άλλος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Άνθρωπος
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φερτάκ.
:
Ντερενού τα κανείσγια
(Οι τωρινοί άνθρωποι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τι ορτοσ̑τηγμένο κανείς 'ναι;
(Τι αλύγιστος άνθρωπος είναι;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετά κανείς κείται ακαμάτευτο
(Αυτός ο άνθρωπος είναι άξεστος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντο χριστιάνιν ντο κανείς
(Ο χριστιανός ο άνθρωπος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εκού ήταν πολλά κανείσγια
(Εκεί ήταν πολλοί άνθρωποι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήτον άλλνα κανείς
(Ήταν άλλος ένας άνθρωπος)
Ουλαγ.
-Αναστασ.
Τράνσε κει ένα φι· ως το μέσα τ’ κανείς ’ναι, και απ’ το μέσα τ’ κάτ’ ντετσ̑έ φι ’τον
(Είδε εκεί ένα φίδι· ως την μέση του ήταν άνθρωπος και από την μέση και κάτω ήταν φίδι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κανείς κοκουσού
(Μυρωδιά ανθρώπου)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κανεισγιού χοκού
(Μυρωδιά ανθρώπου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ούλ-λο κανείς καλό ντε νίγεται
(Δεν είναι κάθε άνθρωπος καλός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Καλό κανείς να ήτον απ’ το Χεό φοότον
(Αν ήταν καλός άνθρωπος, θα φοβόταν τον Θεό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
π͑αλιό κανείς
(Παλιός άνθρωπος˙ α) ηλικιωμένος, έμπειρος β) οπισθοδρομικός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα κανείς
(Ένας άνθρωπος˙ Κάποιος)
Γούρδ.
Παν κανείς
(Κάθε άνθρωπος˙ Ο καθένας)
Αξ., Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 403
Το ξεύρ' πολλά κανείς, πολύ γιανι̂λντι̂́ζ̑
(Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά, πολύ γελιέται˙ Όταν νομίζει ότι ξέρεις πολλά μπορεί να εξαπατηθείς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άλλο κανείς τα χαζι̂ρλανdι̂́σ̑' κι άλλο τα τρώει
(Άλλος άνθρωπος τα ετοιμάζει και άλλος τα τρώει ˙ Για ανθρώπους που καρπώνονται την προσπάθεια άλλων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Καλό κανείς να ήτον απ’ το Χεό φοότον
(Αν ήταν καλός άνθρωπος θα φοβόταν τον Θεό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
άθρωπος, ινσάνος, νομάτης, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή :5