ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κανάρι (ουσ. ουδ.) κανάρι [kaˈnari] Φάρασ. κανάρ' [kaˈnar] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Τροχ. Από το μεσν. ουσ. κανάριον, πβ. Ἀριστοφ. Σχ. Νεφ. 157e «ἐμπίδας τινες τοὺς κώνωπας φασίν· οὐχ οὕτως ἔχει, ἀλλ' ἐμπίδες εἰσὶ τὰ κοινῶς λεγόμενα κανάρια». Βλ. και Λεξ. Σομ. Βάιγ., λ. κανάρι «κουνούπι, κούνουπας (ζωδάκι)". Η λ. και Πόντ. Θράκ. ε.Ελλ. (Αίν.). Αβάσιμες οι ετυμολογήσεις του Καρολίδη ότι σχετίζεται με το αρχ. ουσ. κώνωψ (Καρολίδης 1885: 167) και του Καραποτόσογλου (2003: 199-200) ότι σχετίζεται με το τουρκ. ουσ. kemet = είδος μύγας, με τροπή [m'] > [n] και παραγωγ. επίθμ. -άρι. Ο Οικόνομος είχε προτείνει (1828: 206) την σύνδεση με την σλαβ. λ. komar =κουνούπι, άποψη που είχε αποδεχθεί και ο Miklosich (1870: 545).
1. Κουνούπι Αραβ., Μισθ., Φάρασ. : Έdακιν ντου ντου κανάρ' (Τον τσίμπησε κουνούπι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα κανάρε φερείνκαν πολύ ρί'ος (Τα κουνούπια έφερναν πολύ πυρετό) Φάρασ. -Ζουρνατζ.
2. Σκνίπα Αξ., Τροχ.