καμπτζά
(ουσ. ουδ.)
καπτσά
[kapˈtsa]
Φάρασ.
καμπτζ̑άδι
[kabˈdʒaði]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kamga, kabga = α) πριονίδι ξύλου β) ρίνισμα μετάλλου (THADS, λ. kamga). Πβ. ποντ. ουσ. χαβζάλιν = σκόνη ανθράκων, το οπ. σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961, λ. χαβζάλιν), από το αρχ. ουσ. ἀσβόλη, αν και θεωρεί ανεξήγητη την ανάπτυξη του αρκτικού [x].
Πβ.
γαμγάς
Γαιώδεις ουσίες που εκκρίνονται κατά το καθάρισμα του σιδήρου (άνθρακας, πυρίτιο)
ό.π.τ.