ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καναντώ (ρ.) καναdώ [kanaˈto] Ανακ. Αόρ. qανάτ'σα [qaˈnatsa] Σίλατ. Από το τουρκ. ρ. kanamak (αόρ. kanadı) = αιμορραγώ.
Αιμορραγώ ό.π.τ. : Καναdά το μυτί τ' (Άνοιξε η μύτη του) Ανακ. -Κωστ.Α. Ετό ναίκα τ' ένα μέρα 'πότε κένdανεν, το βολόν σέμην σο χέρι τ', και qανάτ'σεν όιμα (Μια μέρα, όταν η γυναίκα του έρραβε, η βελόνα τρύπησε το χέρι της και έτρεξε αίμα) Σίλατ. -Dawk.