καναντώ
(ρ.)
καναdώ
[kanaˈto]
Ανακ.
Αόρ.
qανάτ'σα
[qaˈnatsa]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ρ. kanamak (αόρ. kanadı) = αιμορραγώ.
Αιμορραγώ
ό.π.τ.
:
Καναdά το μυτί τ'
(Άνοιξε η μύτη του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ετό ναίκα τ' ένα μέρα 'πότε κένdανεν, το βολόν σέμην σο χέρι τ', και qανάτ'σεν όιμα
(Μια μέρα, όταν η γυναίκα του έρραβε, η βελόνα τρύπησε το χέρι της και έτρεξε αίμα)
Σίλατ.
-Dawk.