καμπουρλαντίζω
γαμbουρλανdίζου
[ɣamburlanˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kamburlanmak (αορ. kamburlandı) = καμπουριάζω.
Κυρτώνω
Μισθ.