κάναρα
(επίθ.)
qάναρα
[ˈqanara]
Μαλακ., Φλογ.
γάναρας
[ˈɣanaras]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kanara = λαίμαργος (THADS, λ. kanara I).