κανάτι
(ουσ. ουδ.)
κανάτ'
[kaˈnat]
Μισθ., Ουλαγ.
γανάτ͑ι
[ɣaˈnatʰi]
Φάρασ.
γανάτσ̑ι
[ɣaˈnatʃi]
Σίλ.
Πληθ.
γανάτια
[ɣaˈnatça]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. kanat = α) φτερό β) πτέρυγα γ) πτερύγιο.
1. Φτερό
Ουλαγ., Φάρασ.
:
qαρινdζ̑αγιού το κανάτ' πέτασέν ντο ιτσ̑ιαρώ μέσα γκαι πεκλένσε
(Πέταξε του μυρμηγκιού το φτερό στο μέσο του και τακτοποιήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ιτό μάνα τα καdέβη κάτ' ντετσ̑έ, γκέρσε ντα qανάτια τ' και κοιμήγε
(Η μητέρα τους κατέβηκε, άπλωσε τα φτερά της και αυτός κοιμήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το λερό έσεκεν ντo τὄνα τ' το κανάτ' απάν', και το κιριάς έσεκέν ντο τὄνα τ' το κανάτ' απάν'
(Το νερό το έβαλε στο ένα της φτερό επάνω και το κρέας το έβαλε στο άλλο φτερό επάνω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
τζιγάρ
2. Παραθυρόφυλλο ή πορτόφυλλο
Σίλ., Τσαρικ.
:
Πάνdζαρα τα γανάτσ̑α
(Τα φύλλα του παραθύρου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Εξώφυλλο βιβλίου
Φάρασ.
4. Αδράχτι
Μισθ.