ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμτσίκι (ουσ. ουδ.) γαμτσίχ' [ɣamˈtsix] Μισθ. γαμτσ̑ίσι [ɣamˈtʃisi] Φάρασ. Από το ουσ. καμτσί και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι. Πβ. το νεότ. ουσ. καμπτζίκι.
Καμουτσίκι, μαστίγιο ό.π.τ. : Κρούιξαμ' ντ’ άλούγαδα μι ντου γαμτσίχ' (Χτυπούσαμε τα άλογα με το μαστίγιο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κουρμπάτσι, καμτσί