καμτσίκι
(ουσ. ουδ.)
γαμτσίχ'
[ɣamˈtsix]
Μισθ.
γαμτσ̑ίσι
[ɣamˈtʃisi]
Φάρασ.
Από το ουσ. καμτσί και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι. Πβ. το νεότ. ουσ. καμπτζίκι.
Καμουτσίκι, μαστίγιο
ό.π.τ.
:
Κρούιξαμ' ντ’ άλούγαδα μι ντου γαμτσίχ'
(Χτυπούσαμε τα άλογα με το μαστίγιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κουρμπάτσι, καμτσί