κανεί
(ρ. απρόσ.)
κανεί
[kaˈni]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
Προστ.
κανείτι
[kaˈniti]
Φάρασ.
κάνεισι
[ˈkanisi]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. ἱκανῶ (< μεταγν. ἱκανόω), πβ. Φλώρ. 786 «κανεῖ με, περισσεύει με ὁ πόθος τῆς ὡραίας».
1. Αρκεί
ό.π.τ.
:
Κανεί πια που τρως
(Αρκεί πια το φαγητό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κανεί του είπες καdζ̑ία
(Αρκούν τα λόγια που είπες)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τζο κανεί του ιστάτι σως το βραδύ ορτός, καμναίνει τσ̑αι το βραδύ
(Δεν φτάνει που στέκεται ως το βράδυ όρθιος, δουλεύει και το βράδυ)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Πρέφτει! Κανεί του τα μουρτάρεψαν!
(Πρέπει (ενν. να διώξουμε τους Τούρκους από το μοναστήρι)! Φτάνει που το μαγάρισαν)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Και ως προστακτ., φτάνει, αρκετά, πάψε
Φάρασ.