καννί
(ουσ. ουδ.)
καννί
[kaˈni]
Γούρδ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kanne = α) μπουκάλι β) λάμπα, μπουκάλι λάμπας (< παλαιότ. τουρκ. kanine = μπουκάλι < αραβ. ḳinnina, Tietze 2016, λ. kanine). Πβ. μεσν. ουσ. κουνενόν, πιθ. της ίδιας αραβ. ετυμολ. προέλευσης. Λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο μεσν. ουσ. καννίον (<μεταγν. κάννα = καλάμι· βλ. Λεξ. Κριαρ.).
Πιθ. κανατάκι