ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καννί (ουσ. ουδ.) καννί [kaˈni] Γούρδ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kanne = α) μπουκάλι β) λάμπα, μπουκάλι λάμπας (< παλαιότ. τουρκ. kanine = μπουκάλι < αραβ. ḳinnina, Tietze 2016, λ. kanine). Πβ. μεσν. ουσ. κουνενόν, πιθ. της ίδιας αραβ. ετυμολ. προέλευσης. Λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο μεσν. ουσ. καννίον (<μεταγν. κάννα = καλάμι· βλ. Λεξ. Κριαρ.).
Πιθ. κανατάκι