ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κανίσκι (ουσ. ουδ.) κανίσκι [kaˈnisci] Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ. κανίσκ' [kaˈnisk] Μαλακ. κανίσ̑κ' [kaˈniʃk] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Φλογ. κανίς̑ [kaˈniʃ] Ποτάμ. Από το αρχ. ουσ. κανίσκιον = καλάθι. Η σημ. ‘δώρο’ μεσν. (Λεξ. Κριαρ.)
1. Κόλλυβα και γεύμα που προσφέρονται στους φτωχούς στα μνημόσυνα Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. : Το κανίσκι μου με ψάρια ((Το επιμνημόσυνο γεύμα μου με ψάρια· από διαθήκη του 1844)) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. μακαρία
β. Ειδικότ., πιλάφι από αρνίσιο κρέας, πλιγούρι και βούτυρο ως έδεσμα σε μνημόσυνο που έπεφτε εντός του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων Αραβαν., Γούρδ.
2. Άρτος και οίνος προσφερόμενα για την εκκλησιαστική λειτουργία Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
β. Καλής ποιότητας σιτάρι για την παρασκευή πρόσφορων Ποτάμ., Σίλατ. : Δίνισκαμ’ κανίς̑, όχι προσφορά (Δίναμε καθαρό σιτάρι, όχι πρόσφορα ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326