ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καννούς (επίθ.) qαν-νού [qanˈnus] Μαλακ. γαν-νούς [ɣanˈnus] Φάρασ. Θηλ. γαν-νούσα [ɣanˈnusa] Φάρασ. γαν-νού [ɣanˈnu] Αραβαν. Πληθ. qαν-νούδια [qanˈnuðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. kanlı = α) ματωμένος β) αιμορραγών γ) αιμοχαρής δ) δολοφόνος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύποι kanli και kanni. Ο τύπ. θηλ. γαν-νούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο γαν-νούς.
1. Αιμοχαρής, αιμοδιψής ό.π.τ.
2. Mατωμένος Αραβαν. : Να υπάς εσ̑ύ να τ' 'φάξ̑εις και να με φέρεις το γαννού τ' το 'μέσ̑' (Να πας εσύ να την σφάξεις και να μου φέρεις το ματωμένο της πουκάμισο) Αραβαν. -Φωστ.