καννούς
(επίθ.)
qαν-νού
[qanˈnus]
Μαλακ.
γαν-νούς
[ɣanˈnus]
Φάρασ.
Θηλ.
γαν-νούσα
[ɣanˈnusa]
Φάρασ.
γαν-νού
[ɣanˈnu]
Αραβαν.
Πληθ.
qαν-νούδια
[qanˈnuðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. kanlı = α) ματωμένος β) αιμορραγών γ) αιμοχαρής δ) δολοφόνος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύποι kanli και kanni. Ο τύπ. θηλ. γαν-νούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο γαν-νούς.
1. Αιμοχαρής, αιμοδιψής
ό.π.τ.
2. Mατωμένος
Αραβαν.
:
Να υπάς εσ̑ύ να τ' 'φάξ̑εις και να με φέρεις το γαννού τ' το 'μέσ̑'
(Να πας εσύ να την σφάξεις και να μου φέρεις το ματωμένο της πουκάμισο)
Αραβαν.
-Φωστ.