ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντέρι (ουσ. ουδ.) κ͑αdέρι [kʰaˈderi] Φάρασ. χαdέρ' [xaˈder] Αξ. γατέρι [ɣaˈteri] Φάρασ. γατα̈́ρι [ɣaˈtæri] Αφσάρ., Τσουχούρ. qατέρι [qaˈteri] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. kader = μοίρα, πεπρωμένο (< αραβ. ḳadar = α) μέτρηση, εκτίμηση β) πεπρωμένο).
1. Μοίρα, πεπρωμένο Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Το τσακ έπεσε σο ολιόμ Γιαννάκ, κ' ικείνο ¨qατερί μ¨ 'πεν (O κλήρος έπεσε στο δόλιο τον Γιαννάκη, κι εκείνος είπε: «είναι η μοίρα μου») Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Παράδειγμα, υπόδειγμα Αξ. : Απ' εμέ έπαρ' χαdέρ' (Από μένα πάρε παράδειγμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.