καντηλάφτρα
(ουσ. θηλ.)
κανdηλάφτρα
[kandiˈlaftra]
Ανακ., Σίλατ.
Από το ουσ. καντήλι και το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. άφτρα = φιτίλι λυχναριού, το οπ. από το μεταγν. ή μεσν. ουσ. ἅπτρα.
Μικρό φιτίλι του καντηλιού, καντηλήθρα