ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντζίκ (ουσ. ουδ.) qανdζίχ [qanˈdzix] Μαλακ. γανdζούκ [ɣanˈdzuk] Μισθ., Φάρασ. γανdζ̑ίχ [ɣanˈdʒix] Δίλ., Τσαρικ. Θηλ. γαντσούχα [ɣantʃuxa] Μισθ. γανdζ̑ίχ’σσα [ɣanˈdʒixsa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. kancık = θηλυκός και με ουσιαστικοπ. α) άνθρωπος κακού χαρακτήρα β) σκύλα γ) γαϊδούρα δ) ακόλαστη γυναίκα.
1. Ως επίθ., θηλυκός Σίλ. : Έχ' νια γανdζ̑ίχ’σσα κάτα (Έχει μιά θηλυκιά γάτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Θηλυκό γαϊδούρι Δίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
3. Σκύλα Μαλακ.
4. Το θηλ., γυναίκα ακόλαστη, πόρνη Μισθ.