καντζίκ
(ουσ. ουδ.)
qανdζίχ
[qanˈdzix]
Μαλακ.
γανdζούκ
[ɣanˈdzuk]
Μισθ., Φάρασ.
γανdζ̑ίχ
[ɣanˈdʒix]
Δίλ., Τσαρικ.
Θηλ.
γαντσούχα
[ɣantʃuxa]
Μισθ.
γανdζ̑ίχ’σσα
[ɣanˈdʒixsa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. kancık = θηλυκός και με ουσιαστικοπ. α) άνθρωπος κακού χαρακτήρα β) σκύλα γ) γαϊδούρα δ) ακόλαστη γυναίκα.
1. Ως επίθ., θηλυκός
Σίλ.
:
Έχ' νια γανdζ̑ίχ’σσα κάτα
(Έχει μιά θηλυκιά γάτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Θηλυκό γαϊδούρι
Δίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
3. Σκύλα
Μαλακ.
4. Το θηλ., γυναίκα ακόλαστη, πόρνη
Μισθ.