κανναβούρι
(ουσ. ουδ.)
κανναβούρ'
[kanaˈvur]
Σινασσ.
γκενεβίρ'
[ɟeneˈvir]
Αξ., Τροχ.
Από το μεσν. ουσ. κανναβούριν. Ο τύπ. γκενεβίρ' από το τουρκ. ουσ. kenevir = κανναβούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. genevir, ως αντιδάν.
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025