ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κανναβούρι (ουσ. ουδ.) κανναβούρ' [kanaˈvur] Σινασσ. γκενεβίρ' [ɟeneˈvir] Αξ., Τροχ. Από το μεσν. ουσ. κανναβούριν. Ο τύπ. γκενεβίρ' από το τουρκ. ουσ. kenevir = κανναβούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. genevir, ως αντιδάν.
Κανναβούρι ό.π.τ. Συνών. κεντίρι, τσέτενε
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025