καναβούρι
(ουσ. ουδ.)
καναβούρ'
[kanaˈvur]
Σινασσ.
γκενεβίρ'
[ɟeneˈvir]
Αξ., Τροχ.
Από το μεσν. ουσ. κανναβούριν. Ο τύπ. γκενεβίρ' από το τουρκ. ουσ. kenevir = καναβούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. genevir, ως αντιδάν.