κάντρο
(ουσ. ουδ.)
κάdρο
[ˈkadro]
Σινασσ.
κάdουρα
[ˈkadura]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kadro, το οπ. από το ιταλ. quadro, πβ. το νεότ. ουσ. κάδρο (Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.1345 «ἕνα ζωγράφον ἔβανε καὶ τήνε ζωγραφίζει τὸ κάδρο της καὶ τὸ κολνᾷ ἐπάνω εἰς τὴν βρύση»).
Φωτογραφία
ό.π.τ.
:
Σε στέλνω το κάdρο μου και μιά κάσα
(Σου στέλνω την φωτογραφία μου και ένα κιβώτιο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μήπως παίρ’ τσι δα κάdουρις;
(Μήπως παίρνει και τις φωτογραφίες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γοπτίζω ντα κάdουρις
(Ξεκρεμάω τις φωτογραφίες)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
ταφσίρι