ταφσίρι
(ουσ. ουδ.)
ταφσίρι
[tafˈsiri]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ταφσίρ'
[tafˈsir]
Μισθ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tasvir, όπου και διαλεκτ. τύπ. tavsır με μετάθ. = α) εικόνα β) φωτογραφία (THADS, λ. tavsır).
1. Εικόνα, κάδρο
ό.π.τ.
:
Σέμη απέσ' σ’ οdά, ράν’σιν, απάν έχ̑’ ένα ταφσίρ' γαϊέτ όμορφου
(Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κοίταξε, απάνω στον τοίχο είχε μιά εικόνα πολύ όμορφη)
Μισθ.
-Dawk.
2. Φωτογραφία
Τσουχούρ.
:
Τσ̑οὔχαν ταφσιρτσή να βκάουν ταφσίρα
(Δεν είχαν φωτογράφο να βγάλουν φωτογραφίες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ατέ το ταφσίρι έβκαλαμ' τα τσείνα τα χρόνα του πααίνκαμι σα βαμbάτσα
(Αυτή τη φωτογραφία τη βγάλαμε εκείνα τα χρόνια που πηγαίναμε στα βαμβάκια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.