ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταφσίρι (ουσ. ουδ.) ταφσίρι [tafˈsiri] Τσουχούρ., Φάρασ. ταφσίρ' [tafˈsir] Μισθ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tasvir, όπου και διαλεκτ. τύπ. tavsır με μετάθ. = α) εικόνα β) φωτογραφία (THADS, λ. tavsır).
1. Εικόνα, κάδρο ό.π.τ. : Σέμη απέσ' σ’ οdά, ράν’σιν, απάν έχ̑’ ένα ταφσίρ' γαϊέτ όμορφου (Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κοίταξε, απάνω στον τοίχο είχε μιά εικόνα πολύ όμορφη) Μισθ. -Dawk.
2. Φωτογραφία Τσουχούρ. : Τσ̑οὔχαν ταφσιρτσή να βκάουν ταφσίρα (Δεν είχαν φωτογράφο να βγάλουν φωτογραφίες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ατέ το ταφσίρι έβκαλαμ' τα τσείνα τα χρόνα του πααίνκαμι σα βαμbάτσα (Αυτή τη φωτογραφία τη βγάλαμε εκείνα τα χρόνια που πηγαίναμε στα βαμβάκια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.