τατλαΐζω
(ρ.)
τατλαΐζου
[tatlaˈizu]
Μισθ.
Aπό το επίθ. τατ αναλογ. προς τις ρημ. δομές το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Τραυλίζω
Μισθ.