ταστσής
(ουσ. αρσ.)
τασ̑τσ̑ής
[taʃˈtʃis]
Τροχ., Φάρασ.
τάσ̑τη
[ˈtaʃti]
Τσελτ.
Από το τουρκ. taşçı = αυτός που ορύσσει, λαξεύει ή πουλά πέτρες.
Λιθοξόος
ό.π.τ.